τσιφούτης

τσιφούτης
-α, -ικο, θηλ. και τσιφούτισσα, Ν
1. ειρων. Εβραίος
2. μτφ. φιλάργυρος, τσιγγούνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cifit «Εβραίος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τσιφούτης, -α — και ισσα, ικο (λ. τουρκ.). 1. Εβραίος (περιφρονητικά). 2. μτφ., φιλάργυρος, τσιγκούνης, συμφεροντολόγος, μικροπρεπής, αναξιοπρεπής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσιφουτιά — η, Ν [τσιφούτης] φιλαργυρία, τσιγγουνιά …   Dictionary of Greek

  • τσιφούτικος — η, ο, Ν [τσιφούτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τσιφούτη ή αυτός που αρμόζει σε τσιφούτη …   Dictionary of Greek

  • ciufut — CIUFÚT, Ă, ciufuţi, te, adj., s.m. şi f. (Înv) 1. (Om) zgârcit, avar. 2. (Om) cu toane, prost dispus. – Din tc. çıfıt. Trimis de cata, 14.09.2007. Sursa: DEX 98  CIUFÚT s. v. cămătar. Trimis de siveco, 14.09.2007. Sursa: Sinonime  CIUFÚT …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”